- ποντικοφάγωμα
- το, Νπράγμα, εδώδιμο, ύφασμα, δέρμα, χαρτί, το οποίο έχει φαγωθεί κατά ένα μέρος του από ποντικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + φάγωμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποντικοφάγωμα — το, ατος μέρος φαγωμένο από ποντικό, δάγκωμα ποντικού σε φαγώσιμο είδος ή χαρτί ή δέρμα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)